εμπλοκή

εμπλοκή
η
1) вплетение; переплетение, сплетение; 2) тех сцепление; сцепка;

εμπλοκή οδοντωτών τροχών — зубчатая [передача;

κυλινδρική εμπλοκή — цилиндрическая передача;

εμπλοκή όπλου (πολυβόλου) — заедание, заклинивание винтовки (пулемёта);

3) воен, завозка боя

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εμπλοκή" в других словарях:

  • ἐμπλοκῇ — ἐμπλοκή braiding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλοκή — braiding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… …   Dictionary of Greek

  • εμπλοκή — η 1. περιπλοκή, μπερδεψιά, μπλέξιμο, ανακάτωμα. 2. (μηχ.), η εισχώρηση των δοντιών οδοντωτού τροχού στα δόντια άλλου για μετάδοση της κίνησής του. 3. η αχρήστεψη της λειτουργίας όπλου εξαιτίας βλάβης του μηχανισμού του. 4. η πρώτη φάση της μάχης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπλοκαῖς — ἐμπλοκή braiding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλοκαί — ἐμπλοκή braiding fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλοκῆς — ἐμπλοκή braiding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλοκήν — ἐμπλοκή braiding fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»